- κεροῦχος
- κεροῦχος, ον, ([etym.] ἔχω)A horned,
αἴξ Babr.45.5
.II κ. (sc. κάλως), ὁ, brace of the yard-arm,δελφινοφόρος κ. Pherecr.12
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἴξ Babr.45.5
.δελφινοφόρος κ. Pherecr.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεροῦχος — horned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερούχος — ο (Α κεροῡχος, ον, Α θηλ. και κερουχίς, ίδος) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ναυτ. ο κερούχος σχοινί ή σύσπαστο μεταξύ κέρατος και στήλης ιστού, για να συγκρατεί το κέρας στη θέση του αρχ. 1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος (α. «αἴξ κεροῡχος», Βαβρ. β … Dictionary of Greek
κεραιούχο — κεραιοῡχος, ον (Α) (κατά τόν Ησύχ.) 1. κερούχος, ο κερούχος κάλος, το σχοινί τής κεραίας 2. αυτός που αποδίδει το δίκαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραία + οῡχος (< ἔχω)] … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κεραούχος — κεραοῡχος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα, κερούχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + oῦχος (< ἔχω)] … Dictionary of Greek
κερουχίς — κερουχίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κερούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερ ούχος* + κατάλ. ίς, πρβλ. εν υδρ ίς, εχιν ίς] … Dictionary of Greek
κερούχους — κερού̱χους , κεροῦχος horned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)